- εγώ
- προσωπ. αντων. α' προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του.2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ.3. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα και χρησιμεύουν συχνά για έμφαση: Με αγαπάει. – Δώσε μου. – Σ' εμένα δεν περνάνε αυτά.4. οι αδύνατοι τύποι της γεν. μου, μας (που εγκλίνονται) χρησιμοποιούνται με ονόματα στη θέση κτητ. αντων.: Το σπίτι μου.5. όταν μετά τους τύπους μου και με ακολουθεί ρήμα που αρχίζει από φωνήεν, γίνεται συνήθως αφαίρεση: Μου έφερε – μου 'φερε.6. η ονομαστ. εν. με το αρθρ. ως ουσ., το εγώ η συνειδητή ατομικότητα του ανθρώπου, η προσωπικότητα: Το εγώ του ανθρώπου είναι ένας κόσμος ολόκληρος.7. ο εγωισμός, η εγωιστική αντίληψη: Ενδιαφέρεται μόνο για το εγώ του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.