εγώ

εγώ
προσωπ. αντων. α' προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας
1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του.
2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ.
3. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα και χρησιμεύουν συχνά για έμφαση: Με αγαπάει. – Δώσε μου. – Σ' εμένα δεν περνάνε αυτά.
4. οι αδύνατοι τύποι της γεν. μου, μας (που εγκλίνονται) χρησιμοποιούνται με ονόματα στη θέση κτητ. αντων.: Το σπίτι μου.
5. όταν μετά τους τύπους μου και με ακολουθεί ρήμα που αρχίζει από φωνήεν, γίνεται συνήθως αφαίρεση: Μου έφερε – μου 'φερε.
6. η ονομαστ. εν. με το αρθρ. ως ουσ., το εγώ η συνειδητή ατομικότητα του ανθρώπου, η προσωπικότητα: Το εγώ του ανθρώπου είναι ένας κόσμος ολόκληρος.
7. ο εγωισμός, η εγωιστική αντίληψη: Ενδιαφέρεται μόνο για το εγώ του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐγώ — I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. — ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. См. Я про Фомку, а он про Еремку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐγῶ — ἔσσομαι sum. aor subj mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. — σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. См. Сорока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”